- ισόκραιρος
- ἰσόκραιρος, -ον (Α)αυτός που έχει ίσα κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό-κραιρος, τανύ-κραιρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοκραίροιο — ἰσόκραιρος with equal horns masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… … Dictionary of Greek